σαββατογεννημένος

σαββατογεννημένος
-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε μέρα Σάββατο.
2. πολύ τυχερός.
3. αυτός που έχει την ικανότητα να βλέπει αόρατες δυνάμεις και φαντάσματα, ο αλαφροΐσκιωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαββατογεννημένος — η, ο, Ν αυτός που γεννήθηκε κατά την ημέρα τού Σαββάτου και ο οποίος, κατά τη λαϊκή παράδοση, έχει την εύνοια τής τύχης και την ικανότητα να επικοινωνεί με αόρατες δυνάμεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + γεννημένος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”