- σαββατογεννημένος
- -η, -ο1. αυτός που γεννήθηκε μέρα Σάββατο.2. πολύ τυχερός.3. αυτός που έχει την ικανότητα να βλέπει αόρατες δυνάμεις και φαντάσματα, ο αλαφροΐσκιωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.